Υλικό προς ανάγνωση "Χρησιμοποιώντας γλώσσα που δεν εισάγει διακρίσεις στην εργασία με εκπαιδευόμενες γυναίκες"

5.1 Κατανοώντας τη σημασία που έχει για τη διαδικασία της μάθησης η χρήση της γλώσσας που δεν εισάγει διακρίσεις και της συμπεριληπτικής γλώσσας, μεταξύ του εκπαιδευτή και των εκπαιδευομένων και μεταξύ των ίδιων των εκπαιδευομένων


Κατά την εργασία με μια ομάδα εκπαιδευομένων, είναι εξαιρετικά σημαντικό να δίνετε προσοχή στη γλώσσα που χρησιμοποιείτε, καθώς η γλώσσα έχει σαφή και σημαντικό αντίκτυπο σε αυτούς. Η γλώσσα που δεν εισάγει διακρίσεις είναι η γλώσσα που λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και που αποφεύγει τους υποτιμητικούς όρους όταν αναφέρεται σε άλλες εθνικότητες και φυλές ή σε άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Καταρχάς, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτές να εξοικειωθούν με τους όρους. Όταν μιλάμε για διαφορετικότητα στο πλαίσιο της ισότητας, αναφερόμαστε στη διαδικασία προσδιορισμού και σεβασμού τόσο των ατομικών όσο και των ομαδικών διαφορών (Queensborough Community College, 2020). Είναι ένας όρος που περιλαμβάνει τόσο την αποδοχή όσο και τον σεβασμό των διαφορών.

Όσον αφορά τη φυλή και την εθνικότητα, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτές να κατανοήσουν την έννοια των στερεοτύπων, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφύγουν τη χρήση ορισμένων στερεοτύπων που μπορεί να είναι προσβλητικά για την ομάδα των εκπαιδευομένων. Όπως εξηγεί ο Nittle (2020), «τα στερεότυπα είναι χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε ομάδες ανθρώπων λόγω της φυλής, της εθνικότητας ή του σεξουαλικού τους προσανατολισμού». Ωστόσο, μπορούμε να συμπεριλάβουμε σε αυτά και το φύλο, αφού υπάρχουν αρκετά στερεότυπα που αφορούν τους άνδρες και τις γυναίκες. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι συνήθως υπεραπλουστεύσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της πλειοψηφίας μιας ομάδας, ενώ συνήθως έχουν αρνητικές συνδηλώσεις. Είναι σημαντικό οι εκπαιδευτές ενηλίκων να συνειδητοποιήσουν ότι με το να αποδέχονται και να χρησιμοποιούν τα στερεότυπα καταλήγουν να αγνοούν τις διαφορές μεταξύ των ατόμων εντός της ομάδας (Nittle 2020)· και εκτός από το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενες ενδεχομένως να προσβληθούν από ορισμένα από αυτά τα στερεότυπα, μερικές μπορεί να αισθανθούν ότι αγνοούνται και ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κάτι που θα τις αποθαρρύνει και θα τις οδηγήσει σε αποτυχία. Επομένως, οι εκπαιδευτές ενηλίκων θα πρέπει να αποφεύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά τα κοινωνικά κατασκευάσματα, ώστε να μη βλάψουν την εμπιστοσύνη και τη φιλική σχέση που έχουν οικοδομήσει με τις εκπαιδευόμενες κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας. Ορισμένα παραδείγματα στερεοτύπων, και συγκεκριμένα στερεοτύπων φύλου, περιλαμβάνουν γλώσσα που είτε έμμεσα είτε άμεσα ευνοεί το ένα φύλο έναντι του άλλου (τις περισσότερες φορές το ανδρικό φύλο), είναι: «οι γυναίκες δεν ξέρουν να οδηγούν», «οι γυναίκες δεν κάνουν για τις επιχειρήσεις, η βασική τους υποχρέωση είναι να φροντίζουν τα παιδιά», «ο ηθοποιός και η γυναίκα του», κλπ.

Μια άλλη πτυχή που πρέπει να λάβουν υπόψη οι εκπαιδευτές είναι ότι ο σεβασμός είναι αμφίδρομος, επομένως εάν δεν δείχνουν σεβασμό στις εκπαιδευόμενες και δεν τις προσεγγίζουν με τον κατάλληλο τρόπο, οι τελευταίες πιθανότατα θα κάνουν το ίδιο. Εάν οι εκπαιδευτές συμπεριφέρονται στους ενήλικες εκπαιδευόμενες με σεβασμό και λαμβάνοντας υπόψη τα συναισθήματά τους, οι εκπαιδευόμενες θα αισθάνονται ότι τις εκτιμούν και θα ανταποκριθούν ανάλογα (Price-Mitchell, 2014). Έτσι, για να μπορέσει να οικοδομήσει μια σχέση σεβασμού με τις εκπαιδευόμενές του, ο εκπαιδευτής μπορεί να εφαρμόσει διάφορες στρατηγικές (Price-Mitchell, 2014):

  • Ενθάρρυνση: Αντί να επισημαίνουν συνεχώς στις εκπαιδευόμενες πού έκαναν λάθος, οι εκπαιδευτές θα πρέπει να επικεντρωθούν στα θετικά και στην πρόοδο που έχουν δείξει κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Το να μαθαίνουμε από τα λάθη είναι σημαντικό και πολύ χρήσιμο, ωστόσο οι εκπαιδευτές δεν πρέπει να εστιάζουν μόνο σε αυτά, διαφορετικά οι εκπαιδευόμενες θα αποθαρρυνθούν και πιθανότατα δεν θα επιδιώξουν να συμμετέχουν ξανά σε εκπαίδευση.
  • Επιείκεια: Και πάλι, αντί να κατηγορεί τις εκπαιδευόμενες για την τρέχουσα κατάστασή τους, ο εκπαιδευτής θα πρέπει να τις καθοδηγήσει με προσοχή ώστε να βελτιωθούν, επισημαίνοντας τα λάθη τους, αλλά δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι αυτά είναι φυσιολογικά και ότι μπορούν να διορθωθούν.
  • Καθοδήγηση: Ο ρόλος των εκπαιδευτών ως καθοδηγητών στη διαδικασία είναι ουσιαστικός, καθώς πολλές από τις εκπαιδευόμενες γυναίκες μπορεί να αισθάνονται έξω από τα νερά τους, ενώ πιθανότατα οι νέες έννοιες και θέματα με τα οποία θα ασχοληθούν να τις φοβίσουν στην αρχή. Είναι σημαντικό οι εκπαιδευτές να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και να δείξουν ότι είναι διαθέσιμοι να βοηθήσουν ανά πάσα στιγμή.
  • Συνοχή: Ένας άλλος τρόπος για να επιτευχθεί ο σεβασμός μέσα στην ομάδα είναι η δημιουργία σχέσεων μεταξύ των μελών της. Αυτό σημαίνει ότι οι εκπαιδευτές αναγνωρίζουν όλα τα άτομα στην ομάδα και δεν αφήνουν κανέναν πίσω, χτίζοντας σχέσεις όχι μόνο με τις εκπαιδευόμενους, αλλά φροντίζοντας ώστε και οι ίδιες οι εκπαιδευόμενες να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους.

Σε σχέση με αυτό το τελευταίο σημείο, είναι επίσης σημαντικό οι εκπαιδευτές να υπενθυμίσουν στις εκπαιδευόμενες ότι όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ισχύουν για τη γλώσσα, το στιλ επικοινωνίας και τον τρόπο συμπεριφοράς του εκπαιδευτή, ισχύουν και για τις αλληλεπιδράσεις των εκπαιδευομένων μεταξύ τους. Είναι σημαντικό τα μέλη της ομάδας να απευθύνονται το ένα στο άλλο με σεβασμό, αποφεύγοντας κάθε είδους προσβλητικής συμπεριφοράς ή λεξιλογίου, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή μαθησιακή διαδικασία όλων των εμπλεκομένων.

5.2  Αντιμετωπίζοντας τις εκπαιδευόμενες γυναίκες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες με ολοκληρωμένο τρόπο

Η συμμετοχή σε εκπαίδευση μπορεί να αποτελεί πρόκληση για τις ενήλικες εκπαιδευόμενες, αφού περιορίζονται από πιο αυστηρά χρονοδιαγράμματα και ευθύνες από ό,τι οι νεότερες. Μερικές φορές, η μαθησιακή διαδικασία παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι δεν έχουν αρκετούς πόρους για να συμμετέχουν κατάλληλα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή δεν έχουν τον χρόνο να το κάνουν (Madzarevic, 2017). Οι εκπαιδευτές πρέπει να έχουν επίγνωση της προσωπικής κατάστασης των εκπαιδευομένων και να προσπαθούν να τις υποστηρίξουν και να προσαρμόσουν την εκπαίδευση στις ανάγκες τους όσο το δυνατόν περισσότερο, ενισχύοντας τη δέσμευση και τη διαδικασία μάθησής τους. Επίσης, σε αυτές τις εκπαιδευόμενες μπορεί να υπάρχουν  ορισμένοι ψυχολογικοί περιορισμοί, όπως η εσφαλμένη πεποίθηση ότι είναι ήδη πολύ αργά για να αρχίσουν να μαθαίνουν κάτι νέο ή ότι αυτό δεν θα αλλάξει πολλά στην τρέχουσα κατάστασή τους. Μπορεί επίσης να αισθάνονται φόβο μήπως κάνουν λάθη ή ακόμη και να θεωρούν ότι δεν έχουν αρκετές ικανότητες για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευση με τον ίδιο τρόπο όπως άλλοι συμμετέχοντες (Madzarevic, 2017). Για να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, είναι πολύ σημαντικό ο εκπαιδευτής να δίνει κίνητρο στις εκπαιδευόμενες και να τις καθησυχάζει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, φροντίζοντας οι εκπαιδευόμενες τον εμπιστεύονται αρκετά, ώστε να ζητούν τη βοήθειά του, όταν τη χρειάζονται. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η μάθηση και η απόκτηση νέων ικανοτήτων έχει εγγενή αξία, όχι μόνο για πρόσβαση σε νέες θέσεις εργασίας, αλλά και γιατί μπορεί να βοηθήσει τις εκπαιδευόμενες να βελτιώσουν άλλες πτυχές της ζωής τους (Madzarevic, 2017).

Παρομοίως, ο Carter (2019) επισημαίνει ότι οι εκπαιδευτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευομένων που ενδεχομένως να επηρεάσουν την διαδικασία, όπως για παράδειγμα τις προηγούμενες εμπειρίες τους, οι οποίες μπορεί να παίξουν ρόλο στην τρέχουσα διαδικασία εξαιτίας προκαταλήψεων. Οι ενήλικες έχουν ήδη διαμορφωθεί από τις εμπειρίες που έχουν βιώσει στη ζωή τους και αυτό επηρεάζει τη διαδικασία μάθησης, καθώς τείνουν να είναι λιγότερο ευέλικτοι, όταν τους παρουσιάζονται για παράδειγμα διαφορετικές προσεγγίσεις. Επομένως, είναι καθήκον των εκπαιδευτών να είναι ευέλικτοι και να προσπαθούν να παρακινήσουν τις εκπαιδευόμενες να δοκιμάσουν νέες μεθόδους, προσαρμόζοντάς τις στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ο Carter (2019) τονίζει επίσης ότι μία από τις προκλήσεις για τους εκπαιδευτές ενηλίκων είναι να βρουν τον τρόπο να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές και προσωπικές ανάγκες των εκπαιδευομένων, φροντίζοντας παράλληλα να καλύψουν και τις επαγγελματικές τους ανάγκες. Αναφέρει ότι μια από τις προκλήσεις, και ταυτόχρονα η βασική λύση σε αυτή την ερώτηση, είναι οι ΤΠΕ. Η χρήση των ΤΠΕ φαίνεται να είναι κάτι για το οποίο πολλοί ενήλικες δεν έχουν αρκετή αυτοπεποίθηση, δεδομένου ότι εκτός από τη χρήση έξυπνων κινητών συσκευών και τη διεκπεραίωση απλών εργασιών στον υπολογιστή, δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτές. Ωστόσο, η βελτίωση των ικανοτήτων τους στις ΤΠΕ μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να ενισχύσουν τη δέσμευσή τους στη μαθησιακή διαδικασία, καθώς πολλές από τις εκπαιδευτικές συνεδρίες μπορούν πλέον να πραγματοποιηθούν διαδικτυακά.